- κορωνοπόδιον
- κορωνοπόδιον, τὸ (ΑM)το φυτό πλαντάγινο ή αρνόγλωσσο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + πόδιον (< πόδιον < πούς), πρβλ. ιερακο-πόδιον, κλινο-πόδιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορωνοπόδιον — PMag. Osl. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορωνοποδίου — κορωνοπόδιον PMag. Osl. neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ … Dictionary of Greek